- προαλίσκομαι
- Α1. συλλαμβάνομαι ή κυριεύομαι εκ τών προτέρων2. μτφ. προκαταλαμβάνομαι3. καταδικάζομαι εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἁλίσκομαι «κυριεύομαι, καταδικάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαλισκομένων — προαλίσκομαι to be taken pres part mp fem gen pl προαλισκομένων , προαλίσκομαι to be taken pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεαλωκότα — προεᾱλωκότα , προαλίσκομαι to be taken perf part act neut nom/voc/acc pl (attic) προεᾱλωκότα , προαλίσκομαι to be taken perf part act masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάλως — προά̱λως , προαλίσκομαι to be taken aor ind act 2nd sg (doric aeolic) προάλως , προαλίσκομαι to be taken aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προαλούς — προαλίσκομαι to be taken aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλίσκεσθαι — προαλίσκομαι to be taken pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλῶσι — προαλίσκομαι to be taken aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλόντες — προαλίσκομαι to be taken aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεαλωκυιῶν — προεᾱλωκυῑῶν , προαλίσκομαι to be taken perf part act fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεαλωκέναι — προεᾱλωκέναι , προαλίσκομαι to be taken perf inf act (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)